- επηλύγαιος
- ἐπηλύγαιος, -ον (Α)σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλύγ-η «σκιά, σκοτάδι» + επίθημα -αιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπηλύγαιον — ἐπηλύγαιος shady masc/fem acc sg ἐπηλύγαιος shady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύγαια — ἐπηλύγαιος shady neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)